προσορμίζομαι: μέλ. αιτ. -ιοῦμαι, Μέσ., αγκυροβολώ κοντά σε ένα μέρος, σε Ηρόδ., Δημ.· ομοίως, στον Παθ. αόρ. αʹ προσωρμίσθην, σε Καινή Διαθήκη
fut. Attic ιοῦμαιMid. to come to anchor near a place, Hdt., Dem.; so in aor1 pass. προσωρμίσθην, NTest.