προστινάσσω

English (LSJ)

shake at, AP12.67 (tm.).

German (Pape)

[Seite 783] dazu schwingen; als tmesis wird hierher gerechnet ποτὶ πτερὰ πυκνὰ τινάξας, Ep. ad. 6 (XII, 67).

Russian (Dvoretsky)

προστῐνάσσω: дор. ποτιτῐνάσσω махать (πτερά Anth. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

προστῐνάσσω: τινάσσω, σείω πρός τινα, αἰετέ, τὸν χαρίεντα (δηλ. Διονύσιον), ποτὶ πτερὰ πυκνὰ τινάξας, πῶς ἔφερες; Ἀθ. Π. 12. 67 (ἐν τιμήσει).

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτιτινάσσω Α τινάσσω
1. τινάζω κάτι προς το μέρος κάποιου
2. τινάζω κάτι ακόμη μια φορά.