προστυχής
English (LSJ)
προστυχές, engaged in or acquainted with, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Pl.Plt. 264c; π. [τῇ στερεομετρίᾳ] γεγονότες Id.Epin.990e; τῷ βίῳ ib.973c, etc.; π. γίνεται, = προστυγχάνει, Id.Lg.955d. Adv. προστυχῶς = by chance, Numen. ap. Eus.PE14.5.
German (Pape)
[Seite 784] ές, das, was Einem zustößt, begegnet, zufällig begegnend; προστυχὴς γίγνεται = προστυγχάνει, Plat. Legg. XII, 954 d epinom. 973 b u. öfter; τῷ βίῳ, im Leben Unglückssälle gehabt habend; – sich wobei befindend, womit beschäftigt, φιλοσοφίᾳ, τέχνῃ u. dgl., Sp.
Russian (Dvoretsky)
προστῠχής: встречавшийся, сталкивавшийся, т. е. знакомый, осведомленный (τινι Plat.): π. τῷ βίῳ γιγνόμενος Plat. человек с (большим) житейским опытом.
Greek (Liddell-Scott)
προστῠχής: -ές, ἀσχολούμενος εἴς τι, ταῖς τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C· τῇ ἀστρονομίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 990D· τῷ βίῳ αὐτόθι 973Β, κτλ.· πρ. γίνεται = προστυγχάνει, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 955D. Ἐπίρ. -χῶς, τυχαίως Εὐσέβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 728C.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που ασχολείται με κάτι («προστυχεῖς [τῇ στερεoμετρίᾳ] γεγονότες», Πλάτ.)
2. φρ. «προστυχὴς γίνεται» — τον συναντά κάποιος τυχαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -τυχής (< τύχη), πρβλ. ἀτυχής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προστυχής -ές [προστυγχάνω] bekend met, met dat.: οὐ γὰρ δὴ προστυχής γε αὐτός... γέγονας ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων want zelf ben je duidelijk niet bekend met de visteelt in de Nijl Plat. Plt. 264c. tegemoet tredend:. ἐὰν μὴ προστυχὴς δὲ ἐν πέντε ἔτεσιν γένηταί τις en als niemand hem binnen vijf jaar ermee confronteert Plat. Lg. 954d.