προώθηση
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προωθώ, η ώθηση, το σπρώξιμο προς τα εμπρός
2. συνεκδ. στρ. βαθμιαία προχώρηση, σταδιακή κατάληψη νέων θέσεων προς την κατεύθυνση του εχθρού
3. αστροναυτ. η προωστική δράση διαστημικής συσκευής, η πρόωση
4. μτφ. α) (για προσ.) προαγωγή, πρόοδος, ιεραρχική εξέλιξη
β) (για ζητήματα, υποθέσεις, ενέργειες) ευνοϊκή πορεία και εξέλιξη («προώθηση φιλικών σχέσεων»)
5. φρ. «προώθηση πωλήσεων» — το σύνολο τών ενεργειών που στοχεύουν στην αύξηση και ανάπτυξη τών πωλήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προωθῶ. Η λ., στον λόγιο τ. προώθησις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].