πρωτιά

Greek Monolingual

η, Ν
πρώτος
1. το να έχει κανείς την πρώτη θέση σε μια σειρά, η κατάταξη στην πρώτη θέση
2. υπεροχή
3. το δικαίωμα κάποιου να ενεργεί πρώτος
4. έναρξη, αρχίνισμα
5. φρ. α) «έχω πρωτιά»
(για χαρτοπαίκτες) παίρνω πρώτος από όλους τα τραπουλόχαρτα κατά το μοίρασμα και παίζω πρώτος
β) «μού 'κάνε πρωτιά» — ήταν ο πρώτος που αγόρασε από μένα, μού 'κανε σεφτέ.