πτωχόνοια: ἡ, πτωχεία, ἔνδεια νοῦ, Ἐκκλ.
ἡ, Μέλλειψη νού, φτωχό μυαλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + -νοια (< -νους < νοῦς), πρβλ. μικρόνοια].