πόντονδε
English (LSJ)
Adv. into the sea, Od.9.495, 10.48, A.Supp.33 (anap.).
German (Pape)
[Seite 681] adv., ins Meer; Od. 10, 48; Aesch. Suppl. 33.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόντονδε [πόντος] adv., naar zee, de zee in.
Russian (Dvoretsky)
πόντονδε: adv. (на вопрос «куда?») в море (ἄγειν νῆα Hom.; πέμπειν τινά Aesch.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόνδε)].
Greek Monotonic
πόντονδε: επίρρ., μέσα στη θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πόντονδε: Ἐπίρρ., εἰς τὸν πόντον, τὴν θάλασσαν, Ὀδ. Ι. 495, Κ. 48, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 34.
Middle Liddell
into the sea, Od.