το, Ν
1. το να ρίχνει κανείς κάτι, ρίψη («το ρίξιμο της πέτρας»)
2. γκρέμισμα, κατεδάφιση («το ρίξιμο του τοίχου»)
3. μτφ. εξαπάτηση, καταδολίευση
4. φρ. «το ρίξιμο του παιδιού» — αποβολή ή έκτρωση εμβρύου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ριξ- του αορ. έ-ριξ-α του ρίχνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].