ρευστοποίηση
Greek Monolingual
η, Ν
1. (οικον.) μετατροπή τών περιουσιακών στοιχείων σε μετρητά
2. (χημ. τεχνολ.) διεργασία η οποία συνίσταται στη δημιουργία ενός πυκνού αιωρήματος ορισμένου υλικού με διασπορά τών τεμαχιδίων του σε ένα ρεύμα ανερχόμενου ρευστού, διά μέσου της οποίας επιτυγχάνεται η βελτίωση τών χαρακτηριστικών μεταφοράς ανάμεσα στο ρευστό και στα τεμαχίδια του υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. ρευστοποίησις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].