ρινικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
(ανατ.-ιατρ.)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίνα, στη μύτη (α. «ρινικό διάφραγμα» β. «ρινικός κατάρρους»
2. φρ. α. «ρινικός αδένας»
βιολ. αδένας τών θαλάσσιων πτηνών και ερπετών που καταπίνουν αλμυρό νερό, ο οποίος απομακρύνει τα άλατα από το σώμα τών ζώων β. «ρινικός δείκτης»
ανθρωπολ. το εκατονταπλάσιο του λόγου του μήκους της μύτης προς το ύψος της
γ. «ρινικός εγκέφαλος»
ανατ. ο ρινεγκέφαλος
δ. «ρινικό οστό»
βιολ. ζυγό οστό της οροφής του κρανίου τών σπονδυλοζώων που σχηματίζει το οπισθοραχιαίο τόξο της μύτης
ε) «ρινικό σημείο»
ανθρωπολ. σημείο κοντά στη ρίζα της μύτης που χρησιμεύει για τον υπολογισμό του ρινικού δείκτη, αλλ. ρινίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].