κατάρρους
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
κατάρρουν, contr. for κατάρροος.
French (Bailly abrégé)
κατάρρους, κατάρρουν :
1 adj. qui coule en bas;
2 subst. ὁ κατάρρους flux d'humeurs ; particul. catarrhe, rhume.
Étymologie: καταρρέω.
Greek Monolingual
-ουν (AM κατάρρους, κατάρρουν και κατάρροος, κατάρροον) καταρρέω
το αρσ. ως ουσ. ο κατάρρους
η καταρροή, το συνάχι
μσν.-αρχ.
1. αυτός που ρέει προς τα κάτω ορμητικά («κατάρρους Νεῖλος», Φιλόστρ.)
2. γεμάτος από χειμάρρους
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κατάρρους, -οος
α) η ροή προς τα κάτω
β) η διάρροια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρρους -ουν, zonder contr. κατάρροος -οον [καταρρέω] geneesk. subst. uitscheiding van lichaamsvocht.
English (Woodhouse)
(see also: κατάρροος) cold in the head
Mantoulidis Etymological
(=καταρροή τῆς μύτης, συνάχι). Ἀπό τό καταρρέω → κατά + ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
catarrh
Arabic: نَزْلَة; Bulgarian: катар; Catalan: catarro; Dutch: slijmvliesontsteking, catarre; Esperanto: kataro; Estonian: limaskestapõletik, katarr; Faroese: rovubruni; Finnish: katarri; French: catarrhe; German: Katarrh; Ancient Greek: κατάρρους, κατάρροος; Hebrew: נַזֶּלֶת; Hindi: ज़ुकाम, जुकाम, सर्दी, प्रतिश्याय; Hungarian: hurut; Ido: kataro; Irish: réama; Italian: catarro; Latin: gravedo, coryza, catarrhus, destillatio, gravitudo, influxio, rheuma; Macedonian: катар; Maori: kauanu, hinamokimoki; Navajo: chʼiish; Polish: katar; Portuguese: catarro; Russian: катар; Sanskrit: प्रतिश्याय; Spanish: catarro; Swedish: katarr; Urdu: سردی; Venetan: catar; Vilamovian: śnöp; Volapük: katar