ροδαριά

Greek Monolingual

η, Ν
βοτ. α) άλλη κοινή ονομασία της τριανταφυλλιάς
β) η αγριοτριανταφυλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κατάλ. -αριά (πρβλ. κληματαριά)].