ρολό

Greek Monolingual

και ρουλό, το, Ν
1. καθετί που είναι τυλιγμένο σε κυλινδρική μορφή (α. «ένα ρολό χαρτί» β. «ρολό με κιμά»)
2. στον πληθ. τα ρολά
εξωτερικό φύλλο πόρτας ή παραθύρου, από μεταλλικά ή πλαστικά ελάσματα, που τυλίγεται κυλινδρικά
3. φρ. «κατέβασε τα ρολά» — έκλεισε η επιχείρηση, διέκοψε τις εργασίες ή τις δραστηριότητές του άτομο, εταιρεία ή άλλος οργανισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rouleau «κύλινδρος» < ρ. rouler «περιστρέφω, κυλίω» < rouelle, υποκορ. του roue «τροχός, κύκλος»].