σάλτσα
Greek Monolingual
και σάρτσα, η, Ν
1. μίγμα θρεπτικών ουσιών υγρής ή ημίρρευστης σύστασης με αρτυματικά, τομάτα, μανιτάρια, λιπαρά συστατικά, κρασί και ενδεχομένως τυρί ή γάλα, με το οποίο περιχύνονται φαγητά ή προστίθεται σε αυτά κατά το μαγείρεμα για να γίνουν νοστιμότερα ή πιο πικάντικα
(α. «κόκκινη σάλτσα» β. «άσπρη σάλτσα»)
2. μτφ. υπερβολή ή ψέμα που λέγεται για να φανεί ένα γεγονός πιο εντυπωσιακό ή πιο ενδιαφέρον («μην τον πιστεύεις, βάζει πολλές σάλτσες στα λεγόμενά του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. salsa < λατ. salsa, θηλ. του salsus «αλμυρός» < sallo «αλατίζω» < sal, salis «αλάτι»].