σάνδαλο
Greek Monolingual
το / σάνδαλον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σάμβαλον, Α
το σανδάλι
αρχ.
ψάρι με πλατύ σχήμα, αλλ. σανδάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προέλευσης. Η εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων -νδ- / -μβ- στους τ. σάνδαλον, σάμβαλον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για παρλλ. δάνειους τ. Η σύνδεση με τους τ. σαγγάριος «κατασκευαστής τζαγγών», τζαγγάριος «υποδηματοποιός» δεν διευκολύνει την ετυμολόγησή της].