σίλλυβος
English (LSJ)
ὁ, parchment-label, appended to the outside of a book, Cic.Att.4.4a.1, 4.8.2, dub. in 4.5.3 (v. infr.): pl. σίλλυβα, τά, = θύσανοι, Poll.7.64. (In Cic.Att.4.5.3 the vv.ll. sit tybis and sic tu iubes are perhaps traces of sittybis; but σιττύβαι (q.v.) has an inappropriate meaning, unless it can mean leather case of a book.)
German (Pape)
[Seite 881] ὁ, Troddel, Quaste, übh. Anhängsel; dah. auch die Pergamentstreifen oder Zettelchen, die an den Schriftrollen der Alten hingen und den Namen des Verfassers oder den Titel des Buches enthielten, Cic. Att. 4, 4, zw.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bande de parchemin, étiquette collée sur un volume et portant le titre de l'ouvrage, le nom de l'auteur.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek (Liddell-Scott)
σίλλυβος: ὁ, εἶδος ἀκάνθου, ἧς οἱ βλαστοὶ ἠσθίοντο, Διοσκ. 4. 159. ΙΙ. τεμάχιον περγαμηνῆς (Λατ. index) προσηρτημένον ἔξωθεν τοῦ βιβλίου καὶ περιέχον τὴν ἐπιγραφὴν αὐτοῦ κτλ., Κικ. πρὸς Ἀττ. 4. 4b, πρβλ. 4. 5, 3· ― ἀλλὰ πληθ. σίλλυβα, τά, = θύσανοι, Πολυδ. Ζ΄, 64· ἐν ᾧ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «σίλλυβον· ἀκάνθιον ἁδρὸν καὶ ἐδώδιμόν τι· καὶ τὸ τῶν βιβλίων δέρμα», καὶ ὁ Διοσκ. 3. 10., 4. 150 παρέχει τὸν τύπον σίλυβον ἐπὶ τῆς προτέρας τῶν δύο τούτων σημασιῶν.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κομμάτι περγαμηνής με το όνομα του συγγραφέα ή με τον τίτλο βιβλίου, το οποίο ήταν προσαρτημένο στο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίλλυβον με αλλαγή γένους (βλ. λ. σίλυβο)].
Greek Monotonic
σίλλῠβος: ὁ, ετικέτα από περγαμηνή (Λατ. index), που κρεμόταν στο εξώφυλλο του βιβλίου και ανέγραφε τον τίτλο του και το όνομα του συγγραφέα, σε Κικ. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
σίλλυβος, ὁ,
a parchment-label (Lat. index) appended to the outside of a book, Cic. [deriv. uncertain]