σαπρία

English (LSJ)

ἡ, decay, decayed matter, LXX Jb.2.9, al., Dsc.1.84, AP 15.38 (Cometas).

Russian (Dvoretsky)

σαπρία:гниль Anth.

Greek (Liddell-Scott)

σαπρία: ἡ, (σαπρός) = σαπρότης, Διοσκ. 1. 112, Ἀνθ. Π. 15. 38, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σαπρός
η κατάσταση του σαπρού, σήψη, σαπίλα
νεοελλ.
μτφ. ηθική αποσύνθεση, διαφθορά.

Greek Monotonic

σαπρία: ἡ, = σαπρότης, σε Ανθ.

Middle Liddell

σαπρία, ἡ, = σαπρότης, Anth.]