σαυρωτός

English (LSJ)

σαυρωτή, σαυρωτόν,
A furnished with a σαυρωτήρ, Hsch.
II spotted like a lizard, Id.

German (Pape)

[Seite 865] buntgefleckt, wie eine Eidechse, Hesych. erkl. ποικίλος. mit einem σαυρωτήρ versehen, δόρυ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σαυρωτός: -ή, -όν, (οἱονεὶ ἐκ ῥήματος σαυρόομαι) ὁ ἔχων σαυρωτῆρα, Ἡσύχ. ΙΙ. ὡσαύτως, ὁ ἔχων στίγματα ὥσπερ σαύρα, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «ὁ ἔχων σαυρωτῆρα»
β) «ποικίλος ὡς σαῡρα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα + επίθημα -ωτός (βλ. λ. σαυρωτήρ)].