σαχλαμάρα

Greek Monolingual

η, Ν
σαχλός, ανούσιος, άνοστος λόγος ή σαχλή πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαχλός + κατάλ. -(α)μάρα (πρβλ. κουτός: κουταμάρα].