σιτηρέσιο

Greek Monolingual

το / σιτηρέσιον, ΝΜΑ
νεοελλ.
η ποσότητα τροφής που παρέχεται σε στρατιώτη για μια μέρα
μσν.
ετήσια παροχή, δωρεά προς την Εκκλησία για την επιτέλεση του φιλανθρωπικού της έργου
μσν.-αρχ.
1. ο μισθός ή το επίδομα που δίνεται σε κάποιον, κυρίως σε στρατιώτη, για αγορά τροφής
2. χορήγηση αγαθών, παροχή, επίδομα
3. φρ. «σιτηρέσιον ἔμμηνον» — μηνιαία δωρεάν παροχή στους φτωχότερους πολίτες της Ρώμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ὑπ-ηρεσία, με αποβολή της πρόθ. ὑπό].