ο / σκάνδαλος, ΝΑνεοελλ.(κυρίως) παιδί που προκαλεί φασαρία, που δίνει αφορμές φιλονικίας ή ενόχλησης, πολύ ζωηρό, ταραξίαςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) εμπόδιο, κώλυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκάνταλο, με αλλαγή γένους].