τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
το, Ν1. βλ. σκάνδαλο2. ο σκάνταλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < σκάνταλος].