σκάνταλο

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. βλ. σκάνδαλο
2. ο σκάνταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με τη δεύτερη σημ. < σκάνταλος].