σκάπετος
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (σκάπτω)
A trench, SIG241 A15 (Delph., iv B.C.), Klio 16.170 (Delph.), IG4.823.47 (Troezen), Hsch.; σκάπεδος, IG7.17 (Megara):—mostly in form κάπετος (q.v.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
σκάπετος: ὁ, (σκάπτω) ὡς ἀπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ κάπετος, ὃ ἴδε· σκαφετός καὶ σκαφητός μνημονεύονται ὡσαύτως ὑπὸ τῶν γραμματικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τάφρος, ἄλλοι τάφος».
Greek Monolingual
και σκάπεδος, ἡ, Α
τάφρος, λάκκος ή, κατ' άλλους, τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -ετος (πρβλ. πάχετος). Ο τ. σκάπεδος αναλογικά προς τα πέδον, δάπεδον.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: the digging (Megara)
Other forms: Also κάπετος id. (Il., Hp.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: I assume that this word is Pre-Greek; see the discussion under σκάπτω.