σκαφητός
From LSJ
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
English (LSJ)
ὁ,
A = σκαφετός, σκάπετος, hoeing or digging, Thphr.CP3.16.2, SIG963.10 (Amorgos, iv B.C.), PMich.Zen.62.8 (iii B.C.), Str.3.4.17.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, = σκαφετός, σκάπετος, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφητός: ὁ, σκαφετός, σκάπετος τὸ σκάπτειν, ἡ σκαφεία, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 2, Στράβ. 165.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
σκαφή, σκάψιμο («ὅτι μισθώσαιτο ἄνδρας ὁμοῦ καὶ γυναῖκας ἐπί σκαφητόν», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ- του σκάπτω (βλ. σκάβω) + επίθημα -ητός, αναλογικά προς τα: ἀλο-ητός, γεωργ-ητός, τρυγ-ητός].