σκάρφη: ἡ, μέλας ἐλλέβορος, παρὰ τῷ Δουκαγγ.
η, ΝΜ, και σκάρφι, το, Νκοινή ονομασία φυτών, κυρίως του γένους ελλέβορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος / κάρφη «ξερό χόρτο, άχυρο»].