σκαθάρι

Greek Monolingual

το, και σκάθαρος, ο, Ν
1. κοινή ονομασία εντόμων
2. κοινή ονομασία του περκόμορφου ψαριού Spondyliosoma cantharus που αφθονεί στις ελληνικές θάλασσες και συγγενεύει με τον σπάρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κανθάριον / κάνθαρος, με προθετικό σ- (πρβλ. κόνις: σκόνη, πυργίτης: σπουργίτης)].