κανθάριον
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
τό, Dim. of κάνθαρος ΙΙ, IG22.1517.10, 101, Plu.2.461e.
German (Pape)
[Seite 1320] τό, dim. von κάνθαρος, kleines Trinkgefäß, Plut. de cohib. ira 13.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite coupe pour boire.
Étymologie: dim. de κάνθαρος².
Russian (Dvoretsky)
κανθάριον: τό кантарий, кубок Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κανθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάνθαρος ΙΙ, Πλούτ. 2.461Ε· πρβλ. Meineke εἰς Ἐπιγέν. ἐν «Ἡρωίνῃ» 1.
Greek Monolingual
το (Α κανθάριον)
νεοελλ.
βοτ. γένος φαγώσιμων μανιταριών του αθροίσματος αγαρικώδη
αρχ.
(υποκορ. του κάνθαρος) μικρό ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, (πρβλ. καλάμιον, πόδιον)].