κανθάριον

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθάριον Medium diacritics: κανθάριον Low diacritics: κανθάριον Capitals: ΚΑΝΘΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kanthárion Transliteration B: kantharion Transliteration C: kantharion Beta Code: kanqa/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of κάνθαρος ΙΙ, IG22.1517.10, 101, Plu.2.461e.

German (Pape)

[Seite 1320] τό, dim. von κάνθαρος, kleines Trinkgefäß, Plut. de cohib. ira 13.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite coupe pour boire.
Étymologie: dim. de κάνθαρος².

Russian (Dvoretsky)

κανθάριον: τό кантарий, кубок Plut.

Greek (Liddell-Scott)

κανθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάνθαρος ΙΙ, Πλούτ. 2.461Ε· πρβλ. Meineke εἰς Ἐπιγέν. ἐν «Ἡρωίνῃ» 1.

Greek Monolingual

το (Α κανθάριον)
νεοελλ.
βοτ. γένος φαγώσιμων μανιταριών του αθροίσματος αγαρικώδη
αρχ.
(υποκορ. του κάνθαρος) μικρό ποτήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, (πρβλ. καλάμιον, πόδιον)].