σκαμπίλι
Greek Monolingual
το, Ν
1. ηχηρό ράπισμα, χτύπημα που δίνεται με την παλάμη στο πρόσωπο και κυρίως στο μάγουλο, χαστούκι, κόλαφος
2. είδος χαρτοπαιγνίου που παίζεται από δύο ή περισσότερους παίκτες και με δεσμίδα από εικοσιοκτώ ή τριανταέξι τραπουλόχαρτα
3. συνεκδ. α) η δεσμίδα παιγνιοχάρτων που χρησιμοποιούνται στο παιχνίδι αυτό
β) κάθε άσσος και τριάρι στο παιχνίδι αυτό
4. μτφ. συμφορά, ατυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. brusquembille «χαστούκι, είδος χαρτοπαιγνίου»].