τριάρι

From LSJ

Ῥοπή ‘στιν ἡμῶνβίος, ὥσπερζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht

Menander, Monostichoi, 465

Greek Monolingual

το, Ν
1. ποσό τριών μονάδων
2. τρεις δραχμές
3. χαρτί της τράπουλας που έχει τρεις φορές το γνώρισμα του είδους του («τριάρι κούπα»)
4. διαμέρισμα τριών δωματίων
5. η πλευρά του ζαριού που έχει τρία στίγματα
6. στον πληθ. τα τριάρια
οι τριάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρία + υποκορ. κατάλ. -άρι (πρβλ. τεσσάρι)].