σκοτίας
English (LSJ)
δραπέτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 905] ὁ, ein Finsterling, der sich im Finstern hält, der sich verbirgt oder verbergen muß, bes. ein entlaufener Sklave, tenebrio, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σκοτίας: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῷ σκότει κρυπτόμενος, δοῦλος δραπέτης, Λατ. tenebrio, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που κρύβεται και ζει στο σκοτάδι, δούλος, δραπέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότιος «μαύρος, σκοτεινός, παράνομος» + επίθημα -ίας (πρβλ. ἀνθρακίας, πωγωνίας)].