σκοτείνιασμα

Greek Monolingual

το, Ν σκοτεινιάζω
1. το να πέφτει σκοτάδι κάπου και να γίνεται κάτι σκοτεινό, βύθιση στο σκοτάδι
2. ο ερχομός της νύχτας, νύχτωμα, βράδιασμα
3. μτφ. α) το να γίνεται κάτι θαμπό, άτονο
β) απώλεια της καλής ψυχικής διάθεσης.