το, Ν σκοτεινιάζω1. το να πέφτει σκοτάδι κάπου και να γίνεται κάτι σκοτεινό, βύθιση στο σκοτάδι2. ο ερχομός της νύχτας, νύχτωμα, βράδιασμα3. μτφ. α) το να γίνεται κάτι θαμπό, άτονοβ) απώλεια της καλής ψυχικής διάθεσης.