ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
το νυχτώνωερχομός της νύχτας («το νύχτωμα έκανεν αισθητότερον το ψύχος», Ζερβ.).