σκούπα
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ.
1. κοινή ονομασία του φυτού Sorghum scoparium του γένους σόργο, αλλ. σκουπόχορτο
2. εργαλείο ή συσκευή για την απομάκρυνση της σκόνης και τών απορριμμάτων, το σάρωθρο
3. φρ. α) «ηλεκτρική σκούπα»
τεχνολ. οικιακή ηλεκτρική συσκευή που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό δαπέδων, ταπήτων και επίπλων από τη σκόνη και άλλους στερεούς ρύπους
β) «σκούπα της μάγισσας»
(φυτοπαθ.) έκπτυξη μεγάλου αριθμού παραμορφωμένων διακλαδισμένων βλαστών, σε πυκνή μάζα, του κορμού ενός φυτού, η οποία προσδίδει σε ολόκληρο το φυτό ή σε ένα τμήμα του την όψη σκούπας ή φωλιάς πτηνού και που οφείλεται σε προσβολή από έντομα, ιούς, μύκητες, φυτόψειρες ή παρασιτικά φυτά
γ) «λέω [ή ψέλνω] όσα σέρνει η σκούπα» — λέω πολλές βρισιές, βρίζω πάρα πολύ
δ) «βάζω γερή [ή μεγάλη] σκούπα» — κάνω εκκαθαρίσεις, κάνω κάθαρση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scopa].