σκυβαλίζω
English (LSJ)
look on as dung, reject contemptuously, D.H.Orat.Vett. 1, cf. σκυβλίζω:—Pass., opp. λαμπρίζομαι, Pempel. ap. Stob.4.25.52, cf. LXX Si.26.26:—later σκῠβᾰλ-εύω, Sch.Luc.Nec.17 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 906] wie Koth achten, verächtlich behandeln, τινά, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠβᾰλίζω: θεωρῶ τι ὡς σκύβαλα, ἀπορρίπτω μετὰ περιφρονήσεως. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 1. - Παθ., ἀντίθετ. τῷ λαμπρίζομαι, Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 51· - ὡσαύτως σκυβαλεύω, Σχόλ. εἰς Λουκ. Νεκυομ. 17, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
και σκυβλίζω Α σκύβαλον
1. θεωρώ κάτι ως σκύβαλο, απορρίπτω με περιφρόνηση
2. βεβηλώνω, ατιμάζω, μιαίνω.