σκυθρωπότητα

Greek Monolingual

η / σκυθρωπότης, -ητος, ΝΑ σκυθρωπός
η κατάσταση του σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα.