τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it
το, Ν σκουντουφλιάζωκατσούφιασμα, συνοφρύωση, σκυθρωπασμός.