σκυλήσιος

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλο ή είναι χαρακτηριστικό του (α. «σκυλήσιο τομάρι» β. «σκυλήσιο κρέας»)
2. μτφ. α) αναιδής, κυνικός, αδιάντροπος («σκυλήσια μούτρα»)
β) γεμάτος ταλαιπωρίες, μόχθους και στερήσεις («σκυλήσια ζωή»).
επίρρ...
σκυλήσια
1. κατά τρόπο σκυλήσιο
2. φρ. «δούλεψε σκυλήσια» — εργάστηκε πάρα πολύ, ακούραστα και αγόγγυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. μοσχαρήσιος)].