σλαβόφιλος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
1. αυτός που τρέφει φιλικά αισθήματα προς τους Σλάβους
2. αυτός που συνηγορεί υπέρ τών σλαβικών συμφερόντων («σλαβόφιλο άρθρο»)
3. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Σλαβόφιλοι
πνευματικό-πολιτιστικό κίνημα του 19ου αιώνα στη Ρωσία, το οποίο υποστήριζε ότι η πορεία εκσυγχρονισμού της χώρας την εποχή εκείνη έπρεπε να στηρίζεται στις αρχές και στους θεσμούς που είχαν αναπτυχθεί κατά την πρώιμη ιστορία της και να μην ακολουθήσει το δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο ανάπτυξης, θεωρούμενο ως χρεωκοπημένο και μη εναρμονιζόμενο με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τις παραδόσεις της ρωσικής ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σλάβος + φίλος. Η λ., στον πληθ. σλαβόφιλοι, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].