Σλάβος

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Σλάβα, και παλαιά γρφ. Σλαύος, -α, Ν
(κυρίως στον πληθ.) οι Σλάβοι
λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής, το πολυαριθμότερο εθνικό και γλωσσικό σώμα λαών στην Ευρώπη, όπου είναι εγκατεστημένοι κυρίως στην ανατολική, σε μέρος της κεντρικής Ευρώπης καθώς και στο βόρειο τμήμα της Βαλκανικής Χερσονήσου, αλλά και στο βόρειο τμήμα της Ασίας μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού, σύνολο που υποδιαιρείται σε ανατολικούς Σλάβους, δηλαδή κυρίως τους Ρώσους, Ουκρανούς και Λευκορώσους, σε δυτικούς Σλάβους, δηλαδή κυρίως τους Πολωνούς, Τσέχους, Σλοβάκους και Βένδες ή Μοραβούς, και τους νότιους Σλάβους, δηλαδή κυρίως τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Σλοβένους, καθώς και τους Βουλγάρους, επειδή μιλούν σλαβική γλώσσα, μολονότι δεν είναι σλαβικής προέλευσης, και ένα μέρος του πληθυσμού της Δημοκρατίας τών Σκοπίων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. Σλάβος < σλαβ. Slovenin. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά (βλ. και λ. σκλάβος)].