σμήρινθος
English (LSJ)
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σμήρινθος -ου, ἡ draad, touw.
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
Greek (Liddell-Scott)
σμήρινθος: ἡ, = μήρινθος, Πλάτ. Νόμ. 644Ε. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρνις ποιός».
Frisk Etymological English
See also: s. μηρύομαι.
Frisk Etymology German
σμήρινθος: {smḗrinthos}
See also: s. μηρύομαι.
Page 2,749