σμίξη

Greek Monolingual

η, Ν σμίγω
1. μίξη, ανάμιξη
2. συνάντηση, σμίξιμο
3. συνεύρεση
4. γάμος («στον κόσμο έτοια πεθυμιά και σμίξη δεν εγίνη», Ερωτόκρ.).