σούδα
Greek Monolingual
η / σοῦδα, ΝΜ
νεοελλ.
1. χαντάκι, αυλάκι όπου ρέουν βρόμικα νερά που, συνήθως, προέρχονται από σπίτι, οχετός
2. στενό πέρασμα
μσν.
1. πάσσαλος
2. συνεκδ. φράγμα κατασκευασμένο με πασσάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sudis «τάφρος, χαράκωμα, πάσσαλος». Από τον τ. αυτό προήλθε ο τίτλος του μσν. λεξικού της αρχ. ελλ. Σούδα].