σπίθα
Greek Monolingual
η, Ν
1. ο σπινθήρας («εύκολα και τα κάρβουνα κι η σπίθα αναλαμπάνει τ' άχερα», Ερωτόκρ.)
2. μτφ. (για αισθήματα και καταστάσεις) η αρχική αιτία, το πρώτο έναυσμα («από μια σπίθ' απόμικρη φωτιά μεγάλη 'γίνη», Ερωτόκρ.)
3. φρ. α) «τα μάτια του βγάζουν [ή πετάνε] σπίθες»
i) έχει πολύ ζωηρά, έξυπνα μάτια
ii) είναι πολύ οργισμένος ή έχει πολύ μίσος και κακία
β) «είναι σπίθα μοναχή» — είναι πολύ ζωηρός, έξυπνος και ικανός
γ) «πετάω σπίθες» (για καιόμενο υλικό) εκτοξεύω, εκτινάσσω σπινθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. σπιθίζω].