εκτινάσσω

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

(AM ἐκτινάσσω)
τινάζω μακριά, προς τα έξω, ξετινάζω, αποβάλλω με τίναγμα
μσν.
1. αντικρούω
2. εξαλείφω
3. τρέμω
αρχ.-μσν.
απομακρύνω, απωθώ
αρχ.
1. σείω δυνατά για να καθαρίσω, τινάζω
2. αναγκάζω να βγει
3. αναζητώ επίμονα
4. (αμτβ.) ταράζομαι πολύ, τρέμω
5. (για ζώα) κλοτσώ.