σπερματίας

English (LSJ)

σικυός, ὁ, a cucumber or gourd left to ripen for seed, opp. εὐνουχίας, Cratin.136.

German (Pape)

[Seite 920] ὁ, σικυός, Saamengurke, dem εὐνουχίας entggstzt, Cratin. bei Ath. II, 68 c.

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτίας: σικυός, ὁ, ἀγγούριον ἢ κολοκύνθιον ἀφιέμενον νὰ ὡριμάσῃ πρὸς συλλογὴν σπόρων, ἀντίθετον τῷ εὐνουχίας, Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 8, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ
καρπός που αφήνεται να ωριμάσει πάνω στο φυτό για να κρατηθούν, για σπορά, οι σπόροι του, αλλ. σπορίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκινίας)].