Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπορίτης

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

ο, Ν
1. καρπός κηπευτικών που αφήνεται να ωριμάσει για να χρησιμοποιηθούν σε σπορά οι σπόροι του
2. ως κύριο όν. ο Σπορίτης
ο Σποριάς, ο Νοέμβρης
3. (για τράγο ή κριάρι) ο επιβήτορας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + επίθημα -ίτης (πρβλ. ζευγίτης)].