σπλαγχνίζω

English (LSJ)

= σπλαγχνεύω, feel compassion, LXX 2 Ma.6.8:—Pass., Abh.Berl.Akad.1928(6).12 (Cos, iv B

French (Bailly abrégé)

1 manger les entrailles de la victime après le sacrifice;
2 remuer les entrailles ; Pass. être touché, être ému.
Étymologie: σπλάγχνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπλαγχνίζω [σπλάγχνον] aor. pass. ἐσπλαγχνίσθην, alleen med. - pass. medelijden voelen; met gen., met περί + gen., met ἐπί + dat., met ἐπί + acc. met iem.

Greek Monolingual

σπλαγχνίζομαι ΝΜΑ και σπλαχνίζομαι και σπλαχνιέμαι Ν σπλάχνον, σπλάγχνον
ευσπλαγχνίζομαι, νιώθω συμπάθεια, οίκτο ή συμπόνια (α. «τον είδε και τον σπλαχνίστηκε» β. «ὁ Ἰησοῦς... εὐσπλαγχνίσθη ἐπ' αὐτοῖς», ΚΔ)
αρχ.
ενεργ. σπλαγχνίζω
τελώ θυσία και τρώω τα σπλάγχνα του σφαγίου.

German (Pape)

[Seite 922] = σπλαγχνεύω, LXX.