σπλαγχνεύω

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπλαγχνεύω Medium diacritics: σπλαγχνεύω Low diacritics: σπλαγχνεύω Capitals: ΣΠΛΑΓΧΝΕΥΩ
Transliteration A: splanchneúō Transliteration B: splanchneuō Transliteration C: splagchneyo Beta Code: splagxneu/w

English (LSJ)

A eat the inwards (σπλάγχνα) of a victim after a sacrifice, Ar.Av.984, cf. D.C.37.30, Doroth. ap. Ath.9.410b; dub. sens. and constr. in IG4.4.6 (i A.D.):—Pass., ἐσπλαγχνευμένων τῶν ἱερῶν D.H.1.40.
II prophesy from the inwards (cf. σπλαγχνοσκοπία), Str.7.2.3:—Med., Id.3.3.6, Poll.1.27.

German (Pape)

[Seite 922] die Eingeweide des Opferthieres nach verrichtetem Opfer verzehren; Ar. Av. 984. – Pass., ἐσπλαγχνευμένων ἤδη τῶν ἱερῶν, D. Hal. 1, 40. – Aus den Eingeweiden prophezeihen, im med., Strab. 3, 3, 6.

French (Bailly abrégé)

manger les entrailles de la victime après le sacrifice.
Étymologie: σπλάγχνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπλαγχνεύω [σπλάγχνον] deelnemen aan het eten van de ingewanden (na een offer).

Russian (Dvoretsky)

σπλαγχνεύω: культ. поедать внутренности принесенного в жертву животного Arph.

Greek Monolingual

Α σπλάγχνα
1. τρώω τα σπλάγχνα του σφαγίου μετά από τη θυσία («ἐπὴν... λύπῇ θύοντας καὶ σπλαγχνεύειν ἐπιθυμῇ», Αριστοφ.)
2. μαντεύω από τα σπλάγχνα τών σφαγίων («ἐσπλάγχνευον ἀναφθεγγόμεναι νίκην τοῖς οἰκείοις», Στράβ.)
3. (το παθ.) σπλαγχνεύομαι
(για τα σφάγια) κατατρώγομαι, καταναλίσκομαι μετά από τη θυσία.

Greek Monotonic

σπλαγχνεύω: μέλ. —σω ·
I. τρώγω τα εντόσθια (σπλάγχνα) του ζώου που μόλις θυσιάστηκε, σε Αριστοφ.
II. προφητεύω από την εξέταση των σπλάχνων θυσιασμένου ζώου, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

σπλαγχνεύω: ἐσθίω τὰ ἔγκατα (σπλάγχνα) τοῦ θύματος μετὰ τὴν θυσίαν, Ἀριστ. Ὄρν. 984· πρβλ. Λατ. visceratio, καὶ ἴδε Δίωνα Κ. 37. 30, Δωρόθ. παρ’ Ἀθην. 410Α. - Παθητ., ἐσπλαγχνευομένων τῶν ἱερῶν Διον. Ἁλ. 1. 40. ΙΙ. προφητεύω ἐκ τῶν σπλάγχνων (πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 40). ΙΙ. προφητεύω ἐκ τῶν σπλάγχνων (πρβλ. σπλαγχνοσκόπος), Στράβ. 154· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Πολυδ. Α΄, 27.

Middle Liddell

σπλαγχνεύω, fut. -σω
I. to eat the inwards (σπλάγχνἀ of a victim after a sacrifice, Ar.
II. to prophesy from the inwards, Strab.