σποδεύνης
English (LSJ)
σποδεύνου, Dor. σποδεύϝας, ὁ, lying on ashes, Dosiad.Ara3.
German (Pape)
[Seite 923] ὁ, der in der Asche sein Lager hat, Dosiad. ara 2, v.l. σπονδεύνης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui couche sur la cendre.
Étymologie: σποδός, εὐνή.
Russian (Dvoretsky)
σποδεύνης: лежащий в пепле Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σποδεύνης: -ου, ὁ, ὁ κείμενος ἐπὶ τέφρας, κοιτώμενος, ἐπὶ τῆς στάκτης, Ἀνθ. Π. 15. 26.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. σποδεύνας, ὁ, Α
αυτός που κοιμάται δίπλα στο τζάκι («ὁ ἐν σποδῷ καὶ πυρᾷ εὐναζόμενος παρὰ τῆς μητρός», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + -εύνης (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. χλοεύνης].
Greek Monotonic
σποδεύνης: -ου, ὁ (εὐνή), αυτός που κοιμάται πάνω στις στάχτες, σε Ανθ.