η, Νμτφ.1. έλλειψη πνευματικής ευρύτητας, στενότητα αντίληψης, μικρόνοια2. άσκοπη επιμονή, πείσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στενοκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].